Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΡΓΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΣΚΟΠΟΒΟΛΗΣ
Γράφει ο
Μούλελης Ηλίας
Καθηγητής Φ.Α.
Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, Διευθυντής γυμνασίου Λαιμού Πρεσπών
Κάτοχος
Μεταπτυχιακού Διπλώματος στη Μεγιστοποίηση της Αθλητικής Απόδοσης και Επίδοσης
του Τ.Ε.Φ.Α.Α.
Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Πρώην
Ομοσπονδιακός Τεχνικός Αλπικού Σκι
Αθλητής της Σκοπευτικής Αθλητικής Λέσχης Φλώρινας
Η Πρακτική Σκοποβολή ανήκει στην κατηγορία των
αθλημάτων όπου ο αθλητής χρησιμοποιεί εξοπλισμό ξένο προς το ανθρώπινο σώμα,
εκτελεί τεχνικές του αθλήματος σε συνεχώς μεταβαλλόμενες εξωτερικές συνθήκες
(διαφορετικά σχεδιασμένα στάδια κάθε φορά) και καλείται να τα εκτελέσει στον
μικρότερο δυνατό χρόνο με την μέγιστη δυνατή ακρίβεια. Κατά συνέπεια
χαρακτηρίζεται ως ένα άθλημα ανοιχτών κινητικών δεξιοτήτων. Κατά την εκτέλεση των
αθλητικών κινήσεων δεν παρατηρείται επαναλαμβανόμενο μοντέλο κινητικής αλληλουχίας
όπως στα αθλήματα της κωπηλασίας ή της ποδηλασίας για παράδειγμα. Παρατηρούνται
επίσης κατά την προσπάθεια μέγιστες επιβαρύνσεις στην μετακίνηση (sprint), απότομα σταματήματα,
εναλλαγές από βηματισμό σε sprint και αντίστροφα, αλλαγές κατεύθυνσης, βολές από ανορθόδοξες
στάσεις κ.α.
Σκοπός του
παρόντος άρθρου είναι να διαπιστωθεί, αξιοποιώντας σχετική βιβλιογραφία, η
βαρύτητα του παράγοντα της Φυσικής Κατάστασης στην επίδοση και οι εργοφυσιολογικές απαιτήσεις του συγκεκριμένου
αθλήματος. Η προσέγγιση η οποία επιχειρείται, γίνεται αποκλειστικά και μόνο από
την άποψη των παραγόντων της Φυσικής Κατάστασης και της Εργοφυσιολογίας.
Αδιαμφισβήτητα η επίδοση στην Πρακτική Σκοποβολή εξαρτάται από τις σκοπευτικές
ικανότητες και την ταχύτητα εκτέλεσης αυτών. Κατά πόσο αυτές επηρεάζονται από
τους παράγοντες της Φυσικής κατάστασης και τα συστήματα παραγωγής ενέργειας του
οργανισμού κατά την διάρκεια της προσπάθειας, είναι προβληματισμοί που θα μας
απασχολήσουν στη συνέχεια του παρόντος άρθρου.
Η Φυσική Κατάσταση είναι ένα συστατικό
στοιχείο της αθλητικής απόδοσης. Βασίζεται κυρίως στη συνδυασμένη δράση
ενεργειακών διαδικασιών του οργανισμού και των μυών και εμφανίζεται ως
ικανότητα δύναμης, ταχύτητας, αντοχής, ευκινησίας – ευλυγισίας, συναρμοστικών
ικανοτήτων ή ικανοτήτων νευρομυικής συναρμογής σε συνδυασμό με τις απαραίτητες
ψυχικές ιδιότητες (Martin,
Carl & Lehnertz, 1991).
Σύμφωνα με τον
παραπάνω ορισμό η Φυσική Κατάσταση εκφράζεται μέσω των φυσικών ικανοτήτων. Οι
ικανότητες αυτές αποτελούν ένα μοντέλο ομαδοποίησης στην σύγχρονη προπονητική
επιστήμη και αφορούν στη Γενική Φυσική Κατάσταση. Σε κάθε άθλημα το μοντέλο
αυτό εξειδικεύεται και αναπτύσσεται περισσότερο στις απαιτήσεις του
συγκεκριμένου αθλήματος.
1.
Οι Ικανότητες
Δύναμης: αναπτύσσονται από τους μύες με σκοπό να υπερνικηθούν μεγάλες
εξωτερικές αντιστάσεις.
2.
Οι Ικανότητες
Ταχύτητας: βασίζονται στη νευρομυική συνεργασία σε γρήγορες κινήσεις.
3.
Οι Ικανότητες
Αντοχής: είναι αποτέλεσμα των ενεργειακών διαδικασιών του οργανισμού και
ορίζονται ως οι ικανότητες διατήρησης παραγωγής έργου.
4.
Η Ευκινησία:
η οποία εξαρτάται από το εύρος κίνησης των αρθρώσεων και την ικανότητα
διάτασης των μυών.
5.
Οι Συναρμοστικές
Ικανότητες: είναι η ποιότητα εκτέλεσης ειδικών και ανάλογων με την κάθε
κατάσταση (άθλημα) κινήσεων, οι οποίες στηρίζονται σε κινητικές εμπειρίες (Hirtz, 1985).
Στις ικανότητες
της γενικής φυσικής κατάστασης σχηματικά μπορούμε να διακρίνουμε διάφορες
μορφές οι οποίες έχουν διαφορετική σημασία και βαρύτητα ανάλογα με την
εξειδίκευση και τις απαιτήσεις κάθε αθλήματος:
Σχήμα 1. : Σχηματική ανάλυση των
παραγόντων της Φυσικής Κατάστασης.
(τροποποιημένο από Martin, Carl & Lehnertz, 1991)
Όπως φαίνεται
στην παραπάνω σχηματική ανάλυση σημαντικές ικανότητες της Φυσικής Κατάστασης
που αφορούν στην Πρακτική Σκοποβολή είναι οι περισσότερες μορφές της Δύναμης: η
ισομετρική δύναμη άνω και κάτω άκρων (παραγωγή έργου χωρίς να μεταβάλλεται η
γωνία των αρθρώσεων) ιδιαίτερη χρήσιμη ικανότητα για την λαβή του όπλου ή για
την σταθερότητα των θέσεων βολής. Η αντιδραστική δύναμη υποστηρίζει τις απότομες
αλλαγές κατεύθυνσης και σταματήματα, η ταχυδύναμη την μεγιστοποίηση της
ταχύτητας, η αντοχή στη δύναμη τη διατήρηση των παραπάνω ικανοτήτων καθ’ όλη τη
διάρκεια του αγώνα.
Η ταχύτητα σε
όλες τις μορφές της καθορίζει την επίδοση του αθλητή. Η Ταχύτητα κυκλικών
κινήσεων είναι καθοριστική για το sprint στην εκτέλεση του σταδίου, ενώ η
άκυκλη ταχύτητα και η ταχύτητα μεμονωμένων κινήσεων αποδεικνύεται καθοριστικός
παράγοντας για την τελική βαθμολογία. Σημαντικές μορφές αποτελούν η ταχύτητα
αντίδρασης σε ακουστικό ερέθισμα (έναρξη εκτέλεσης), σε διαφορετικά οπτικά
ερεθίσματα κατά την εναλλαγή των στόχων και οι σύνθετες μορφές ταχύτητας
(αντοχή στην ταχυδύναμη, αντοχή στην ταχύτητα, αντοχή στο sprint) (Σιούλας, 2001).
Ταχύτητα
αντίδρασης είναι η ικανότητα του αθλητή να ανταποκρίνεται στο μικρότερο δυνατό
χρόνο σε ένα ερέθισμα. Κατά συνέπεια η ταχύτητα αντίδρασης είναι μορφή έκφρασης
του χρόνου αντίδρασης και συγκεκριμένα του χρόνου ο οποίος μεσολαβεί από την
παροχή ενός ερεθίσματος μέχρι την εμφάνιση της απαιτούμενης μυϊκής κίνησης (Grosser & Starischa, 1988).
Σε απλές
αντιδράσεις η προαναγγελία του παραγγέλματος επιδρά ευνοϊκά στην ταχύτητα
αντίδρασης, εάν δοθεί 1,5 sec περίπου πριν το ερέθισμα (Nakamura 1934, Zaciorsky, 1968). Με προπόνηση σε
κλειστές κινητικές δεξιότητες, για παράδειγμα το τράβηγμα του όπλου από θήκη, ο
χρόνος αντίδρασης σε ακουστικό ερέθισμα είναι δυνατό να μειωθεί από 1,12 sec έως
και 0,17 sec. Το
γεγονός αυτό οφείλεται στην αποθήκευση έτοιμων κινητικών προγραμμάτων στην
παρεγκεφαλίδα, τα οποία ανακαλούνται για μία κλειστή κινητική δεξιότητα και
εκτελούνται, χωρίς να δίνεται εντολή για μυϊκή κίνηση μέσω του κινητικού φλοιού
του εγκεφάλου.
Στις σύνθετες ή
επιλεκτικές αντιδράσεις η απάντηση από τον αθλητή δίνεται μετά από εκτίμηση του
ερεθίσματος και της κατάστασης που επικρατεί. Συνήθως απαιτούνται περισσότερες
από μία αντιδράσεις σε πολλαπλά και μη προβλέψιμα ερεθίσματα. Ως αποτέλεσμα όσο
πιο έμπειρος είναι ο αθλητής τόσο πιο γρήγορα αντιδρά (ικανότητα πρόβλεψης).
Ιδιαίτερη
αναφορά πρέπει να γίνει στους παράγοντες οι οποίοι επιδρούν στον χρόνο
αντίδρασης. Ασυνήθιστες στάσεις και θέσεις του σώματος επιδρούν αρνητικά στον
χρόνο αντίδρασης. Οι χρόνοι αντίδρασης μειώνονται μόνο όταν η εξάσκηση
επαναλαμβάνεται από τις ίδιες θέσεις. Σε σχετικές έρευνες παρατηρήθηκαν
διαφορές μεταξύ των άνω και κάτω άκρων με τα άνω άκρα να αντιδρούν γρηγορότερα
από τα κάτω. Η ταχύτητα αντίδρασης επηρεάζεται αρνητικά από εξωτερικούς
παράγοντες όπως είναι ο θόρυβος, οι εξωτερικές παρενοχλήσεις, το υψόμετρο. Η
προθέρμανση πριν την προσπάθεια συμβάλλει στην σωστή θερμοκρασία του οργανισμού
και μειώνει τον χρόνο αντίδρασης. Κάτω από 12 Co θερμοκρασία
περιβάλλοντος η προπόνηση ταχύτητας και ταχυδύναμης δεν είναι αποτελεσματική
(Σιούλας, 2001).
Η σχετική
βιβλιογραφία υποστηρίζει την άποψη ότι η ταχύτητα αντίδρασης είναι δυνατόν να
βελτιωθεί με τα κατάλληλα προπονητικά περιεχόμενα στα εξής ποσοστά: απλές
αντιδράσεις από 10% έως 18 % (Grosser
1994, Weineck 1997) σύνθετες
αντιδράσεις από 15% έως 40% (Grosser
1994, Weineck 1997).
Η Πρακτική
Σκοποβολή απαιτεί γρήγορες μετακινήσεις, σταματήματα, εκκινήσεις κ.α. και όλα
αυτά στον μικρότερο δυνατό χρόνο. Η εκτέλεση ακόμα και των μεγαλύτερων σταδίων
δύσκολα να ξεπεράσει τον χρόνο του ενός ή δύο λεπτών ανάλογα με το επίπεδο του
αθλητή. Εκ πρώτης φαίνεται ότι η ικανότητα της Αντοχής σε όλες τις μορφές δεν
είναι και τόσο σημαντική. Εάν ληφθούν όμως υπόψη οι συνθήκες της προπόνησης
(πολλές ώρες παραμονής στο σκοπευτήριο), η διαδικασία του αγώνα που μπορεί να
κρατήσει όλη την ημέρα, το γεγονός ότι οι μεγάλοι αγώνες διαρκούν δύο ή και
τρεις ημέρες, η ικανότητα της Αντοχής αποδεικνύεται καταλυτική για την τελική
επίδοση. Εξάλλου είναι γενικά αποδεκτό στην γενική προπονητική, ότι η διατήρηση
της ποιότητας εκτέλεσης των κινήσεων άρα και η σωστή εφαρμογή της τεχνικής, εξαρτάται
σε σημαντικό βαθμό από την ικανότητα της Αντοχής του αθλητή. Σε ένα άθλημα όπου
η επίδοση εξαρτάται άμεσα από την τεχνική εκτέλεση η Αντοχή είναι παράγοντας
της Φυσικής Κατάστασης με ιδιαίτερη σημασία. Η παρούσα άποψη ενισχύεται και από
έρευνες στον χώρο της Εργοφυσιολογίας, όπως παρουσιάζεται στο δεύτερο μέρος του
παρόντος άρθρου.
Η ευλυγισία, η
ικανότητα διάτασης των μυών και η δυνατότητα των αρθρώσεων να κινούνται σε
μεγάλες γωνίες συμβάλλουν στη σωστή θέση βολής, γρήγορη τοποθέτηση του σώματος
και των άκρων, ευκολία στη βολή από ακραίες θέσεις (πλάγιες κάμψεις, βολή από
χαμηλά παράθυρα κ.τ.λ.). Οι διατάσεις κατά το δεύτερο μέρος της προθέρμανσης,
πριν την προπόνηση και τον αγώνα θεωρούνται απαραίτητες και ακολουθούν τις
γενικές αρχές δόμησης και περιεχομένων της γενικής προπονητικής. Συμβάλλουν
στην αποφυγή τραυματισμών και την γρήγορη αποκατάσταση μετά από μεγάλες
προπονητικές ή αγωνιστικές επιβαρύνσεις.
Για την
ανάπτυξη ενός γενικού – πολύπλευρου επιπέδου συναρμοστικών ικανοτήτων,
χρησιμοποιείται το μοντέλο διαχωρισμού
των περιεχομένων κατά τον Hirtz
(1985). Τα περιεχόμενα των ασκήσεων
πρέπει να συμπεριλαμβάνουν ασκήσεις που είναι καινούριες και
ασυνήθιστες, περίπλοκες και σκόπιμα δύσκολες και τέλος κινητικές εκτελέσεις που
εμπεριέχουν παραλλαγές ή συνδυασμούς εκτέλεσης και συνθηκών.
Η ικανότητα
κιναισθητικής διαφοροποίησης αναπτύσσεται μέσω ασκήσεων που περιέχουν κινήσεις
που ποικίλουν σε σχέση με τον χώρο και τον χρόνο. Παραδείγματα γενικής
προπονητικής είναι:
·
Ρίψεις στόχου με διαφορετικά όργανα και μορφές
ρίψης.
·
Μετακινήσεις και άλματα στόχου με διαφορετικές
αποστάσεις, ζώνες προσγείωσης, στάσεις και ρυθμούς.
·
Ασκήσεις σύσπασης και χαλάρωσης.
Η ικανότητα
προσανατολισμού αναπτύσσεται με ασκήσεις όπου πρέπει να γίνεται αντιληπτή η
στάση και η θέση του σώματος στον χώρο και τον χρόνο. Η ικανότητα ισορροπίας
αναπτύσσεται μέσω ασκήσεων όπου εξασκείται η διατήρηση ή η επαναπόκτηση της
ισορροπίας.
·
Στροφές και άλματα με στροφή.
·
Ασκήσεις σε δοκό ισορροπίας.
·
Στροφές επάνω σε τραμπολίνο
·
Άλματα από βατήρα ή τραμπολίνο σε μαλακό στρώμα.
·
Χρήση κατασκευών της Πρακτικής Σκοποβολής κατά
το ειδικό κομμάτι της προπόνησης.
Η ικανότητα
αντίδρασης αναπτύσσεται μέσω ασκήσεων που δίνουν την δυνατότητα στον αθλητή να
αντιδρά γρήγορα σε ερεθίσματα οπτικά ή ακουστικά, κινούμενα αντικείμενα (στόχοι
εν προκειμένω). Σημαντικό στοιχείο είναι η διαρκής παραλλαγή των σημάτων που
δίνονται αναφορικά με τον χρόνο.
Η ρυθμική
ικανότητα εμπεριέχει ασκήσεις όπου πρέπει ο αθλητής να αναλύει τον χρονικό –
δυναμικό διαχωρισμό ρυθμών της κίνησης. Τα περιεχόμενα των ασκήσεων
χαρακτηρίζονται από διαφορετικούς δρόμους και άλματα ρυθμού σε διαφορετικές
κατευθύνσεις, γυμναστικοί – χορευτικοί συνδυασμοί κ.α.
Στο δεύτερο
μέρος του άρθρου παρουσιάζονται οι ενεργειακές απαιτήσεις του αθλήματος. Ο
οργανισμός συνιστά ένα πολύπλοκο εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας. Μέσω
πολύπλοκων βιοχημικών διαδικασιών επιτυγχάνεται η αθλητική επίδοση. Ποια είναι
όμως τα ενεργειακά συστήματα του οργανισμού που υποστηρίζουν τις απαιτήσεις του
αθλήματος της Πρακτικής Σκοποβολής.
Στο μυϊκό
κύτταρο λαμβάνουν χώρα βιοχημικές αντιδράσεις οι οποίες τροφοδοτούν την
απαραίτητη ενέργεια. Το ενεργειακό μονοπάτι που θα ακολουθήσει ο μεταβολισμός
εξαρτάται κυρίως από την ένταση και την διάρκεια της προσπάθειας. Στο μυϊκό
κύτταρο είναι αποθηκευμένα έτοιμα ενεργειακά «νομίσματα» με την μορφή της Τριφωσφορικής Αδενοσίνης ή ATP. Στην πραγματικότητα,
όπως περιγράφεται στην συνέχεια, όλες οι επόμενες ενεργειακές πηγές προκειμένου
να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμο από τον οργανισμό, μετατρέπονται μέσω βιοχημικών
αντιδράσεων σε ATP.
Τα αποθέματα
του ATP στο μυϊκό κύτταρο αρκούν μόνο για
τα πρώτα 3 – 5 sec της έντονης
προσπάθειας και μετά εξαντλούνται. Έτσι για έντονες μυϊκές προσπάθειες που
διαρκούν από 5 – 10 sec
περίπου κατακερματίζεται η Φωσφοκρεατίνη.
Οι ποσότητές της αρκούν τρεις φορές περισσότερο από τα έτοιμα αποθέματα του ATP. Μετά τα 10 sec έντονης μυϊκής προσπάθειας άλλα
συστήματα παραγωγής ΑTP ενεργοποιούνται αναγκαστικά. Κανένα όμως από τα υπόλοιπα δεν
έχει την δυνατότητα της παραγωγής της μέγιστης ισχύος που έχει το ΑΤΡ ή η Φωσφοκρεατίνη (McGilvery,
1975). Η ένταση της προσπάθειας γι’ αυτό το λόγο μειώνεται ανάλογα. Ακολουθούν
η Αναερόβια Γλυκόλυση, η Οξείδωση Υδατανθράκων και τέλος η Οξείδωση των Λιπών με την σειρά μείωσης
της μέγιστης ισχύος παραγωγής ενέργειας από το μυϊκό κύτταρο.
Κατά την Αναερόβια Γλυκόλυση το γλυκογόνο που
είναι αποθηκευμένο στον μυϊκό ιστό, μετατρέπεται απουσία οξυγόνου προοδευτικά
σε γαλακτικό οξύ. Σε αυτή την πολύπλοκη βιοχημική αντίδραση το ATP ανασυντίθεται από την Διφωσφορική ή
την Μονοφωσφορική Αδενοσίνη (ADP – AMP) που είναι προϊόντα των προηγούμενων διεργασιών. Το
τίμημα αυτού του τρόπου παραγωγής ενέργειας είναι η συγκέντρωση Γαλακτικού Οξέως και η εμφάνιση του
κάματου.
Η Αναερόβια Γλυκόλυση συνιστά το κύριο
ενεργειακό σύστημα για έντονη μυϊκή προσπάθεια σε αθλήματα τα οποία η διάρκειά
τους πλησιάζει τα δύο λεπτά. Μεγαλύτερης διάρκειας προσπάθειες καλύπτονται
πλέον από την Αερόβια Γλυκόλυση της
οποίας όμως η ισχύς είναι η μισή ή το ένα τρίτο περίπου, έτσι κατά την οξείδωση
των υδατανθράκων λείπει η συγκέντρωση Γαλακτικού
Οξέως και είναι εφικτή η δυνατότητα παροχής ενέργειας για μεγαλύτερη
χρονική διάρκεια. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι δύο διαδικασίες της
Αναερόβιας και της Αερόβιας Γλυκόλυσης λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα και σε μία αλληλεπίδραση.
Τα ποσοστά που συνεισφέρουν στην μεταβολική διαδικασία ο Αερόβιος και
Αναερόβιος μεταβολισμός, εξαρτώνται από την ένταση της προσπάθειας και τις ποσότητες
κατάλληλων ενζύμων που υπάρχουν στο μυϊκό κύτταρο. Όσο χαμηλότερη είναι η
ένταση της άσκησης τόσο περισσότερο υπερισχύει ο Αερόβιος μεταβολισμός.
Ο παρακάτω
πίνακας παρουσιάζει τον μέσο όρο των χρόνων αθλητών της πρώτης δεκάδας, ανά
κατηγορία και τύπο σταδίου, σύμφωνα με την κατάταξη των αποτελεσμάτων του
Πανελληνίου Πρωταθλήματος 2013.
Μεγάλο στάδιο, 28 φυσιγγίων:
·
Open:
24,59
·
Standard:
27,91
·
Production:
27,59
Μεσαίο
στάδιο, 19 φυσιγγίων:
·
Open:
13,39
·
Standard:
15,91
Μικρό στάδιο, 9 φυσιγγίων:
·
Open:
8,77
·
Standard:
10,87
·
Production:
10,70
Από τους
παραπάνω χρόνους εύκολα εξάγεται το συμπέρασμα ότι τα ενεργειακά συστήματα
παραγωγής ενέργειας που χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο στην Πρακτική
Σκοποβολή είναι εκείνα του Αναερόβιου Μεταβολισμού, εάν ληφθεί υπόψη ότι κατά
την εκτέλεση του Σταδίου ο αθλητής προσπαθεί να ελαχιστοποιήσει τον χρόνο,
επομένως εκτελεί σε υψηλή ένταση.
Οι Bogdanis, Nevil, Boobis & Lacomy (1995), σε έρευνα που αφορούσε
την αποκατάσταση και τις μεταβολικές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στον μυϊκό
ιστό μετά από 30 sec μέγιστης προσπάθειας σε κυκλοεργόμετρο κατέληξαν στα εξής
συμπεράσματα:
·
Μετά από sprint 30 sec και αφού
παρήλθε χρόνος αποκατάστασης 6 min η μέγιστη ισχύς δεν επετεύχθη και τα επίπεδα Φωσφοκρεατίνης
δεν επανήλθαν στις συγκεντρώσεις ηρεμίας.
·
Σε επαναλαμβανόμενες προσπάθειες μέγιστης ισχύος
η απαιτούμενη ποσότητα ΑΤP παρέχεται από τον μηχανισμό της Αναερόβιας Γλυκόλυσης.
Σε άλλη έρευνα οι Bogdanis και συνεργάτες (1996), βρήκαν
ότι σε επαναλαμβανόμενα sprint των 30 sec,
κατά το δεύτερο sprint
το 49% της απαιτούμενης ενέργειας παρέχεται από τον Αερόβιο Μεταβολισμό, ενώ η Φωσφοκρεατίνη αρκούσε μόνο για τα πρώτα
10 sec. Επιπρόσθετα οι
ίδιοι ερευνητές προτείνουν ενεργητική αποκατάσταση (χαλαρό τρέξιμο ή γρήγορο
περπάτημα, διατάσεις) ανάμεσα σε επαναλαμβανόμενες μέγιστες προσπάθειες.
Συμπερασματικά
μπορούμε να πούμε ότι το ενεργειακό μονοπάτι που ακολουθείται κατά την εκτέλεση
ενός σταδίου Πρακτικής Σκοποβολής είναι κυρίως το Αναερόβιο και μόνο σε μεγάλα
στάδια ενδεχομένως να παρατηρηθεί υψηλή συγκέντρωση γαλακτικού οξέως. Πρέπει
όμως να ληφθεί υπόψη ότι σε επαναλαμβανόμενα στάδια που απαιτούν μεγάλες
μετακινήσεις και είναι σχεδιασμένα «ανοιχτά» σίγουρα η κόπωση αρχίζει να
λειτουργεί συσσωρευτικά. Την παρούσα θέση ενισχύει το γεγονός ότι οι μεγάλοι
αγώνες διαρκούν δύο ή και τρεις ημέρες και απαιτούν την ολοήμερη πολλές φορές
παρουσία του αθλητή στο πεδίο. Για όλα τα παραπάνω ο Αερόβιος μεταβολισμός και
κατά συνέπεια η Αερόβια ικανότητα του αθλητή της Πρακτικής Σκοποβολής αποκτά
ιδιαίτερη βαρύτητα.
Τόσο οι
Ικανότητες της Φυσικής κατάστασης όσο και τα ενεργειακά συστήματα που
κυριαρχούν κατά την προσπάθεια του αθλητή της Πρακτικής Σκοποβολής είναι
δυνατόν να βελτιωθούν με συγκεκριμένα περιεχόμενα, δόμηση και σχεδιασμό της
προπόνησης. Η προπόνηση των ικανοτήτων της Φυσικής Κατάστασης και η προπόνηση
στο σκοπευτήριο εντάσσονται από κοινού στα πλάνα των Μικρόκυκλων, Μεσόκυκλων
και Μακρόκυκλων. Το σημαντικότερο κομμάτι ίσως, το οποίο εναπόκειται στους
εξειδικευμένους προπονητές της Πρακτικής Σκοποβολής, είναι να «περάσουν» όλες
αυτές οι Ικανότητες – Δυνατότητες του εκάστοτε αθλητή στην αγωνιστική απόδοση.
Εξαιτίας της
απουσίας σχετικής επιστημονικής βιβλιογραφίας που να αφορά στο άθλημα της
Πρακτικής Σκοποβολής, δεν είναι δυνατό να εκφραστεί συγκεκριμένη άποψη, εκτός
από εκείνη του συσχετισμού με τις ήδη υπάρχουσες έρευνες. Χρειάζεται περαιτέρω
έρευνα στο συγκεκριμένο άθλημα τόσο σε εργαστηριακές συνθήκες όσο και στο πεδίο,
προκειμένου να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου